- ακατάσβεστος
- -η, -οεπίρρ. -α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σβήσει (κυριολ. και μτφ.): Είχε μια ακατάσβεστη δίψα για μάθηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκατάσβεστος — unslaked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσβεστος — η, ο (Α ἀκατάσβεστος, ον) [κατασβέννυμι] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σβήσει εντελώς νεοελλ. μτφ. ο ασίγητος, ο αγαλήνευτος … Dictionary of Greek
ἀκατάσβεστον — ἀκατάσβεστος unslaked masc/fem acc sg ἀκατάσβεστος unslaked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασβέστῳ — ἀκατάσβεστος unslaked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσβεστα — ἀκατάσβεστος unslaked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)